- γαζωτός
- -ή, -ό [γαζώνω]1. ραμμένος με γαζί, γαζωμένος2. κεντητός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαζωτός — ή, ό αυτός που έχει περαστεί με γαζί, ο γαζωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)